- επικρεμάμενος
- η , ο[ν] нависший, угрожающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπικρεμάμενος — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc nom sg ἐπικρεμά̱μενος , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek